- διχοφροσύνη
- διχοφροσύνηdiscordfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχοφροσύνη — διχοφροσύνη, η (Α) 1. διχόνοια, διαφωνία 2. στάση, πολιτική σύγκρουση … Dictionary of Greek
διχοφροσύνην — διχοφροσύνη discord fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοφροσύνης — διχοφροσύνη discord fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοφροσύνας — διχοφροσύνᾱς , διχοφροσύνη discord fem acc pl διχοφροσύνᾱς , διχοφροσύνη discord fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)